διφορώ

διφορώ
(-έω και -άω) (AM διφορῶ, -έω)
1. (για φυτά) καρποφορώ δύο φορές τον χρόνο
2. παθ. γράφομαι, προφέρομαι ή παρουσιάζομαι με δύο διαφορετικούς τρόπους
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ.) διφορούμενος
αυτός που μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους, δίσημος, ασαφής
μσν.
1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ για δεύτερη φορά
2. παθ. (για διήγηση) δίνομαι με διάφορους τρόπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”